δωροδόκημα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[δωροδοκέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δωροδόκημα''': τό, τὸ λαμβανόμενον [[δῶρον]] ἐπὶ διαφθορᾷ, Δημ. 232. 2., 236. 3. 2) [[δῶρον]], καταλαβεῖν Πλάτ. Κωμ. Πρεσβ. 1.
|lstext='''δωροδόκημα''': τό, τὸ λαμβανόμενον [[δῶρον]] ἐπὶ διαφθορᾷ, Δημ. 232. 2., 236. 3. 2) [[δῶρον]], καταλαβεῖν Πλάτ. Κωμ. Πρεσβ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[δωροδοκέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδόκημα Medium diacritics: δωροδόκημα Low diacritics: δωροδόκημα Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ
Transliteration A: dōrodókēma Transliteration B: dōrodokēma Transliteration C: dorodokima Beta Code: dwrodo/khma

English (LSJ)

ατος, τό, A acceptance of a bribe, corruption, D.18.20,31. 2 bribe, καταλαβεῖν Pl.Com.119.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abstr. aceptación de un regalo como soborno, venalidad ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματα D.18.20, cf. 31, τὸ Δημοσθένους δ. Aeschin.3.69, τὰ δημόσια δωροδοκήματα las corrupciones políticas Aeschin.3.209.
2 concr. soborno ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματα Pl.Com.127, τόκον ... τοῦ δωροδοκήματος Aeschin.3.104, ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρί Paus.7.12.1.

German (Pape)

[Seite 695] τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vénalité.
Étymologie: δωροδοκέω.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδόκημα: τό, τὸ λαμβανόμενον δῶρον ἐπὶ διαφθορᾷ, Δημ. 232. 2., 236. 3. 2) δῶρον, καταλαβεῖν Πλάτ. Κωμ. Πρεσβ. 1.

Greek Monolingual

το (AM δωροδόκημα)
1. το αποτέλεσμα της δωροδοκίας, η διαφθορά
2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία
νεοελλ.
το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος.

Greek Monotonic

δωροδόκημα: -ατος, τό, δώρο δωροδοκίας, εξαγορά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δωροδόκημα: ατος τό тж. pl. взятка, мздоимство Aeschin., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροδόκημα -ατος, τό [δωροδοκέω] acceptatie van smeergeld.

Middle Liddell

δωροδόκημα, ατος, τό, [from δωροδοκέω
acceptance of a bribe, corruption, Dem.

English (Woodhouse)

bribery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)