δομαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0655.png Seite 655]] zum Bau gehörig; [[λίθος]], Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0655.png Seite 655]] zum Bau gehörig; [[λίθος]], Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les constructions ; [[οἱ]] δομαῖοι (λίθοι) pierres de construction, fondations.<br />'''Étymologie:''' [[δόμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δομαῖος''': -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν [[κατάλληλος]], δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279.
|lstext='''δομαῖος''': -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν [[κατάλληλος]], δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les constructions ; [[οἱ]] δομαῖοι (λίθοι) pierres de construction, fondations.<br />'''Étymologie:''' [[δόμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δομαῖος Medium diacritics: δομαῖος Low diacritics: δομαίος Capitals: ΔΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: domaîos Transliteration B: domaios Transliteration C: domaios Beta Code: domai=os

English (LSJ)

α, ον, (δομή) for building: δομαῖοι (sc. λίθοι) foundation-stones, A.R.1.737; δ. λᾶα APl.4.279.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Paul.Sil.Ambo 187
1 propio para la construcción λᾶας AP 16.279, κρηπίς Paul.Sil.l.c.
2 subst. ὁ δ. construcción, cimiento βάλλοντο δομαίους pusieron cimientos A.R.1.737, cf. Nonn.D.5.63, ἐπυργώσαντο λινοπλέκτοισι δομαίοις Nonn.D.26.56, cf. 37.99, Hsch.

German (Pape)

[Seite 655] zum Bau gehörig; λίθος, Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les constructions ; οἱ δομαῖοι (λίθοι) pierres de construction, fondations.
Étymologie: δόμος.

Greek (Liddell-Scott)

δομαῖος: -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν κατάλληλος, δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279.

Greek Monolingual

δομαῖος -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία
2. οἱ δομαῖοι (ενν. λίθοι)
οι θεμέλιοι λίθοι.

Greek Monotonic

δομαῖος: -α, -ον (δομή), κατάλληλος για οικοδόμηση, χτίσιμο, θεμέλιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δομαῖος, η, ον adj δομή
for building, Anth.