δυσδιάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu beurtheilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu beurtheilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à discerner, à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διακρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιάκρῐτος''': -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.
|lstext='''δυσδιάκρῐτος''': -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à discerner, à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διακρίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάκρῐτος Medium diacritics: δυσδιάκριτος Low diacritics: δυσδιάκριτος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dysdiákritos Transliteration B: dysdiakritos Transliteration C: dysdiakritos Beta Code: dusdia/kritos

English (LSJ)

ον, A hard to distinguish, Str.13.4.12, Clytus 1; ἀξίαι Plu. 2.617 d; δ. ἀπόCorn.ND31. II of litigants, whose case is hard to decide, D.S.33.28a. III hard to digest, Xenocr.9.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de distinguir, indistinguible δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.ND 31, ἡ δὲ (διάθεσις) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.de Ex.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.in de An.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.in Mete.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν οὐσιώδης ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.in Ph.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.in Harm.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον γάλα ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.Al.376b.
2 de litigantes cuyo caso es difícil de fallar D.S.33.28b
difícil de juzgar o discernir προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.
3 medic. difícil de digerir ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.
II adv. -ως con dificultad de interpretación glos. a δυσκρίτως Sch.A.Pr.662S.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu beurtheilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à discerner, à distinguer.
Étymologie: δυσ-, διακρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάκρῐτος: -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσδιάκριτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)
νεοελλ.
αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος
αρχ.
1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται
2. δύσπεπτος.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιάκρῐτος: трудно поддающийся определению Plut.