δυσέκλυτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer aufzulösen, VLL.; adv., Aesch. Prom. 60; – schwer zu erklären, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer aufzulösen, VLL.; adv., Aesch. Prom. 60; – schwer zu erklären, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à défaire, à dissoudre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐκλύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσέκλῠτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ λύσῃ τις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 435 (ὁ Δινδ. δυσέκδυτον, ὃν δύσκολον εἶνε να διαφύγῃ τις). ― Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαλύτως, ὁ αὐτ. Πρ. 60. | |lstext='''δυσέκλῠτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ λύσῃ τις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 435 (ὁ Δινδ. δυσέκδυτον, ὃν δύσκολον εἶνε να διαφύγῃ τις). ― Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαλύτως, ὁ αὐτ. Πρ. 60. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to undo, τέχνημα A.Fr.375 (Dind. δυσέκδυτον hard to escape from); δόξα Ph.1.192, cf. Vett.Val.71.23, al. Adv. -τως indissolubly, A.Pr.60.
Spanish (DGE)
(δυσέκλῠτος) -ον
I 1difícil de desentrañar, de resolver λαβυρινθώδης καὶ δ. δόξα Ph.1.192, τὰ βιωτικὰ πράγματα Hom.Clem.1.8.2, ἡ στύψις Gal.12.906.
2 a lo que es difícil poner fin τὰ κακά Heph.Astr.3.40.16, τὰ χαλεπά Vett.Val.69.9, cf. 263.23
•fig. tenaz, persistente αἱ μνῆμαι Basil.M.31.1380B.
3 insensible, cruel glos. a δυσηλεγής Sch.Hes.Th.652.
II adv. -ως de modo que no se pueda soltar ἄραρεν ἥδε γ' ὠλένη δ. A.Pr.60.
German (Pape)
[Seite 678] schwer aufzulösen, VLL.; adv., Aesch. Prom. 60; – schwer zu erklären, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à défaire, à dissoudre.
Étymologie: δυσ-, ἐκλύω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέκλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ λύσῃ τις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 435 (ὁ Δινδ. δυσέκδυτον, ὃν δύσκολον εἶνε να διαφύγῃ τις). ― Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαλύτως, ὁ αὐτ. Πρ. 60.
Greek Monolingual
δυσέκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που λύνεται δύσκολα
2. αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται.
Greek Monotonic
δυσέκλῠτος: -ον (ἐκλύω), δύσκολος να διαλυθεί, να επιλυθεί, δυσδιάλυτος, δυσεπίλυτος· επίρρ. -τως, αδιαλύτως, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δυσ-έκλῠτος, ον ἐκλύω
hard to undo: adv. -τως, indissolubly, Aesch.