κασιγνήτη: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Übertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c [[συκῆ]] [[μέλαινα]] ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, [[κασιγνήτη]] νεκταρέης κύλικος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Übertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c [[συκῆ]] [[μέλαινα]] ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, [[κασιγνήτη]] νεκταρέης κύλικος.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sœur.<br />'''Étymologie:''' [[κασίγνητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰσιγνήτη''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κασίγνητος]], [[ἀδελφή]], Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ [[κάσις]], συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… [[κασιγνήτη]] νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.
|lstext='''κᾰσιγνήτη''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κασίγνητος]], [[ἀδελφή]], Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ [[κάσις]], συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… [[κασιγνήτη]] νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sœur.<br />'''Étymologie:''' [[κασίγνητος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιγνήτη Medium diacritics: κασιγνήτη Low diacritics: κασιγνήτη Capitals: ΚΑΣΙΓΝΗΤΗ
Transliteration A: kasignḗtē Transliteration B: kasignētē Transliteration C: kasigniti Beta Code: kasignh/th

English (LSJ)

ἡ, fem. of κασίγνητος, sister, Il.4.441, etc.; dual -τα A.Pers.185: metaph., συκῆ ἀμπέλου κ. Hippon.34, cf. 70A; λάγυνε,… κ. νεκταρέης κύλικος AP6.248 (Marc. Arg.):—Cypr. κασινήτα Gött.Nachr. 1914.95, and καἱνίτα (q.v.): Aeol. κασιγνήτα Sapph. Supp.1.9 (prob.).

German (Pape)

[Seite 1333] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Übertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c συκῆ μέλαινα ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sœur.
Étymologie: κασίγνητος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. τοῦ κασίγνητος, ἀδελφή, Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ κάσις, συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.

English (Autenrieth)

(κάσις, γίγνομαι): sister (of the same mother).

Greek Monolingual

κασιγνήτη, ἡ (Α)
βλ. κασίγνητος.

Greek Monotonic

κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. του κασίγνητος, αδερφή, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰσιγνήτη:сестра Anth., Hom.

Middle Liddell

κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of κασίγνητος
a sister, Hom., etc.