λυχνίδιον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=luxni/dion | |Beta Code=luxni/dion | ||
|Definition=τό, v. [[λυχνεῖον]]. | |Definition=τό, v. [[λυχνεῖον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petite lampe <i>ou</i> petite lanterne.<br />'''Étymologie:''' [[λύχνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυχνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, [[λυχνοῦχος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4]. | |lstext='''λυχνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, [[λυχνοῦχος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 1 October 2022
English (LSJ)
τό, v. λυχνεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite lampe ou petite lanterne.
Étymologie: λύχνος.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, λυχνοῦχος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].
Greek Monolingual
λυχνίδιον, τὸ (Α)
βλ. λυχνείδιον.
Russian (Dvoretsky)
λυχνίδιον: (ῐδ) τό небольшой светильник Plut., Luc.