λαθίπονος: Difference between revisions
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=laqi/ponos | |Beta Code=laqi/ponos | ||
|Definition=[ῐ], ον, ([[λήθη]]) [[forgetful of sorrow]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>711</span> (lyr.); [[βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος]] = a [[life]] [[forget]]ting, i.e. [[free]] from, [[pain]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>1021</span> (hex.). | |Definition=[ῐ], ον, ([[λήθη]]) [[forgetful of sorrow]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>711</span> (lyr.); [[βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος]] = a [[life]] [[forget]]ting, i.e. [[free]] from, [[pain]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>1021</span> (hex.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui oublie ses douleurs;<br /><b>2</b> qui fait oublier la fatigue.<br />'''Étymologie:''' dor. p. *ληθίπονος, de [[λήθη]] et [[πόνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱθίπονος''': -ον, ([[λήθη]]) [[ἐπιλήσμων]] τοῦ κόπου, λησμονῶν τὴν ὀδύνην, τὴν λήθην, Σοφ. Αἴ. 711 (λυρ.)· [[βίοτος]] ὀδυνᾶν λ., [[βίος]] λησμονῶν τὰς ὀδύνας, δηλ. ἀπηλλαγμένος ὀδυνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1021 (λυρ.). | |lstext='''λᾱθίπονος''': -ον, ([[λήθη]]) [[ἐπιλήσμων]] τοῦ κόπου, λησμονῶν τὴν ὀδύνην, τὴν λήθην, Σοφ. Αἴ. 711 (λυρ.)· [[βίοτος]] ὀδυνᾶν λ., [[βίος]] λησμονῶν τὰς ὀδύνας, δηλ. ἀπηλλαγμένος ὀδυνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1021 (λυρ.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:26, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, (λήθη) forgetful of sorrow, S.Aj.711 (lyr.); βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος = a life forgetting, i.e. free from, pain, Id.Tr.1021 (hex.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui oublie ses douleurs;
2 qui fait oublier la fatigue.
Étymologie: dor. p. *ληθίπονος, de λήθη et πόνος.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱθίπονος: -ον, (λήθη) ἐπιλήσμων τοῦ κόπου, λησμονῶν τὴν ὀδύνην, τὴν λήθην, Σοφ. Αἴ. 711 (λυρ.)· βίοτος ὀδυνᾶν λ., βίος λησμονῶν τὰς ὀδύνας, δηλ. ἀπηλλαγμένος ὀδυνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1021 (λυρ.).
Greek Monolingual
λαθίπονος, -ον (Α)
1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ' Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.)
2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»].
Greek Monotonic
λᾱθίπονος: [ῐ], -ον (λήθη), αυτός που λησμονεί, που ξεχνά την οδύνη, τον πόνο, σε Σοφ.· βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος, ζωή απαλλαγμένη από πόνο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱθίπονος: (ῐ)
1) забывающий (свои) скорби (Αἴας Soph.);
2) дающий забвение печали (λ. ὀδυνᾶν βίοτος Soph.).
Middle Liddell
λᾱθί-πονος, ον λήθη
forgetful of sorrow, Soph.; βίοτος ὀδυνᾶν λ. a life forgetful of pain, Soph.