Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεριστός: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> partagé, divisé;<br /><b>2</b> qu’on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεριστός''': -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. [[διαιρετός]], [[αὐτόθι]] 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ [[ψυχή]] ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ [[χρόνος]] εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων [[μέρος]] εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.
|lstext='''μεριστός''': -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. [[διαιρετός]], [[αὐτόθι]] 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ [[ψυχή]] ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ [[χρόνος]] εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων [[μέρος]] εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> partagé, divisé;<br /><b>2</b> qu’on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:27, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστός Medium diacritics: μεριστός Low diacritics: μεριστός Capitals: ΜΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meristós Transliteration B: meristos Transliteration C: meristos Beta Code: meristo/s

English (LSJ)

ή, όν, A divided, Pl.Prm.144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.Ti.35a; μ. ψυχαί, φύσεις, separate, individual, Jul.Or.4.151c; δημιουργία ib. 144a, Or.5.179b, cf. Plot.1.1.8; ὁ μ. λόγος reason with its inevitable distinctions, Dam.Pr.41. II divisible, Pl.Prm.131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. de An.402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.Ph.239a22, cf. Timo 76; ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας divisible among them, Arist.EN1130b32; τὸ μ. Iamb. Comm.Math.1. Adv. -τῶς Id.Myst.1.18, Porph.Sent.33, Procl.Inst.195.

German (Pape)

[Seite 135] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 partagé, divisé;
2 qu’on peut partager, divisible.
Étymologie: μερίζω.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστός: -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. διαιρετός, αὐτόθι 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ ψυχή ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ χρόνος εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων μέρος εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μεριστός, -ή, -όν) μερίζω
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί
2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.)
αρχ.
φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» — η επιμέρους δημιουργία, τα καθέκαστα της δημιουργίας
β) «μεριστός λόγος» — λόγος που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του.
επίρρ...
μεριστῶς (ΑM)
με διαιρετό τρόπο.

Greek Monotonic

μεριστός: -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μεριστός:
1) разделенный Plat.;
2) делимый (μ. ἢ ἀμερής Arst., Plut.): μ. εἰς ἄπειρα Arst. делимый до бесконечности.

Middle Liddell

μεριστός, ή, όν
divided, divisible, Plat., Arist.