Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιόκρανον: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1441.png Seite 1441]] τό, = [[κιονόκρανον]]; Inscr.; Plat. com. bei B. A. 105, 10; Poll. 7, 121.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1441.png Seite 1441]] τό, = [[κιονόκρανον]]; Inscr.; Plat. com. bei B. A. 105, 10; Poll. 7, 121.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>p. dissimil. p.</i> [[κιονόκρανον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑόκρᾱνον''': τό, [[κιονόκρανον]], «κολωνοκέφαλον», Συλ. Ἐπιγρ. 160. 29, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Λ. Δινδ.· πρβλ. [[κιονόκρανον]].
|lstext='''κῑόκρᾱνον''': τό, [[κιονόκρανον]], «κολωνοκέφαλον», Συλ. Ἐπιγρ. 160. 29, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Λ. Δινδ.· πρβλ. [[κιονόκρανον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>p. dissimil. p.</i> [[κιονόκρανον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑόκρᾱνον Medium diacritics: κιόκρανον Low diacritics: κιόκρανον Capitals: ΚΙΟΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: kiókranon Transliteration B: kiokranon Transliteration C: kiokranon Beta Code: kio/kranon

English (LSJ)

τό, capital of a column, IG12.372.29, 11(2).199A41 (Delos, iii B.C.), Pl.Com.72, X.HG4.4.5, Chor.p.84B.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, = κιονόκρανον; Inscr.; Plat. com. bei B. A. 105, 10; Poll. 7, 121.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
p. dissimil. p. κιονόκρανον.

Greek (Liddell-Scott)

κῑόκρᾱνον: τό, κιονόκρανον, «κολωνοκέφαλον», Συλ. Ἐπιγρ. 160. 29, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 4, ἔνθα ἴδε Meineke, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 5, ἔνθα ἴδε Λ. Δινδ.· πρβλ. κιονόκρανον.

Greek Monolingual

κιόκρανον, τὸ (Α)
κιονόκρανο («πίπτει τὸ κιόκρανον ἀπὸ τοῦ κίονος οὔτε σεισμοῦ οὔτε ἀνέμου γενομένου», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από κιονό-κρανον με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), αν και ο τ. κιονόκρανον είναι μεταγενέστερος].

Greek Monotonic

κῑόκρᾱνον: τό (κίων, κράνιον), κιονόκρανο, «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῑόκρᾱνον: Diod. κῑονόκρανον τό капитель колонны Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιόκρανον -ου, τό [κίων, κρανίον] kapiteel.

Middle Liddell

κῑό-κρᾱνον, ου, τό, κίων, κράνιον
the capital of a column, Xen.

English (Woodhouse)

of a pillar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)