κατολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katolisqa/nw
|Beta Code=katolisqa/nw
|Definition=later κατολισθ-αίνω Gal.7.36, <span class="bibl">Agath.1.1</span>: Ep. aor. 2 κατόλισθε <span class="bibl">A.R.1.390</span>: aor. 1 -ωλίσθησα <span class="bibl">Alciphr.3.64</span>: pf. -ωλίσθηκα <span class="bibl">Orib.50.42.3</span>:—[[slip]], [[sink down]], <span class="bibl">Str.4.6.6</span>; of hernia, Gal.l.c.; of a building, [[collapse]], <span class="bibl">Agath.1.10</span>: metaph., <b class="b3">ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα</b>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Abd.</span>28</span>, Alciphr. [[l.c.]]; εἰς τὸ βλάσφημον <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>60</span>; εἰς πλεονεξίαν <span class="bibl">Agath.1.1</span>.
|Definition=later κατολισθ-αίνω Gal.7.36, <span class="bibl">Agath.1.1</span>: Ep. aor. 2 κατόλισθε <span class="bibl">A.R.1.390</span>: aor. 1 -ωλίσθησα <span class="bibl">Alciphr.3.64</span>: pf. -ωλίσθηκα <span class="bibl">Orib.50.42.3</span>:—[[slip]], [[sink down]], <span class="bibl">Str.4.6.6</span>; of hernia, Gal.l.c.; of a building, [[collapse]], <span class="bibl">Agath.1.10</span>: metaph., <b class="b3">ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα</b>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Abd.</span>28</span>, Alciphr. [[l.c.]]; εἰς τὸ βλάσφημον <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>60</span>; εἰς πλεονεξίαν <span class="bibl">Agath.1.1</span>.
}}
{{bailly
|btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> [[εἰς]] ἔρωτα tomber amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατολισθάνω''': (ἴδε ἐν λέξει [[ὀλισθάνω]])· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων [[καταπίπτω]] ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς [[πάθος]], εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.
|lstext='''κατολισθάνω''': (ἴδε ἐν λέξει [[ὀλισθάνω]])· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων [[καταπίπτω]] ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς [[πάθος]], εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.
}}
{{bailly
|btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> [[εἰς]] ἔρωτα tomber amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολισθάνω Medium diacritics: κατολισθάνω Low diacritics: κατολισθάνω Capitals: ΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: katolisthánō Transliteration B: katolisthanō Transliteration C: katolisthano Beta Code: katolisqa/nw

English (LSJ)

later κατολισθ-αίνω Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2 κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 -ωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. -ωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.

French (Bailly abrégé)

glisser, se laisser tomber ; fig. εἰς ἔρωτα tomber amoureux.
Étymologie: κατά, ὀλισθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατολισθάνω: (ἴδε ἐν λέξει ὀλισθάνω)· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων καταπίπτω ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.

Greek Monolingual

κατολισθάνω (Α)
βλ. κατολισθαίνω.

Greek Monotonic

κατολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή βυθίζομαι προς τα κάτω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατολισθάνω: досл. соскальзывать, перен. впадать, попадать, быть увлеченным (ἐς πάθος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολισθάνω uitglijden; overdr. terugvallen:. ἐς τὸ πάθος τοῦτο in die aandoening Luc. 54.28.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or sink down, Luc.