κονδυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.
}}
{{bailly
|btext=donner un coup de poing sur le visage.<br />'''Étymologie:''' [[κόνδυλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κονδῠλίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόνδυλος]]) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.
|lstext='''κονδῠλίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόνδυλος]]) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.
}}
{{bailly
|btext=donner un coup de poing sur le visage.<br />'''Étymologie:''' [[κόνδυλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλίζω Medium diacritics: κονδυλίζω Low diacritics: κονδυλίζω Capitals: ΚΟΝΔΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kondylízō Transliteration B: kondylizō Transliteration C: kondylizo Beta Code: konduli/zw

English (LSJ)

(κόνδυλος) strike with the fist, Hyp.Fr.98 (Act. and Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., maltreat, oppress, ὀρφανούς LXX Ma.3.5; εἰς κεφαλὰς πτωχῶν ib.Am.2.7; also αὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.Decl.26.20:—Pass., ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος inured to buffetings, Longin.44.4, cf. D.L.2.21.

German (Pape)

[Seite 1480] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

donner un coup de poing sur le visage.
Étymologie: κόνδυλος.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλίζω: μέλλ. -ίσω, (κόνδυλος) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.

Greek Monolingual

κονδυλίζω (ΑM) κόνδυλος
μσν.
σκοντάφτω
αρχ.
1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου
2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).

Russian (Dvoretsky)

κονδῠλίζω: бить кулаками (κονδυλίζεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι Diog. L.).