κατάδρυμμα: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />déchirure, écorchure, égratignure.<br />'''Étymologie:''' [[καταδρύπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάδρυμμα''': τό, [[σπάραγμα]], σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52. | |lstext='''κατάδρυμμα''': τό, [[σπάραγμα]], σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (καταδρύπτω) tearing, rending, σαρκῶν… καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.
German (Pape)
[Seite 1347] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
déchirure, écorchure, égratignure.
Étymologie: καταδρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδρυμμα: τό, σπάραγμα, σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52.
Greek Monolingual
κατάδρυμμα, τὸ (Α) καταδρύπτω
σπάραγμα, ξέσχισμα.
Greek Monotonic
κατάδρυμμα: -ατος, τό, σχίσιμο, κομμάτιασμα ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κατάδρυμμα: ατος τό расцарапывание, разрывание, растерзывание (σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάδρυμμα -ατος, τό [καταδρύπτω] scheur, wond:. ῥυσὰ δὲ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα χειρῶν de wonden die door onze handen in ons oude vlees zijn gereten Eur. Suppl. 51.
Middle Liddell
κατάδρυμμα, ατος, τό,
a tearing or rending, Eur. [from καταδρύπτω