κλιμακτήρ: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] ῆρος, ὁ, Stufe einer Treppe, Leitersprosse; πλήσασα κλιμακτῆρας εὐσφύρου ποδός Eur. Hel. 1586; Hippocr. u. Sp., auch übertr., ein Abschnitt, ein gefahrvoller Absatz im Leben des Menschen, ein Stufenjahr, Plin. 7, 49, Gell. 3, 10. 15, 7. – Die Formen κλειμακτήρ u. κλημακτήρ sind als falsch zu betrachten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] ῆρος, ὁ, Stufe einer Treppe, Leitersprosse; πλήσασα κλιμακτῆρας εὐσφύρου ποδός Eur. Hel. 1586; Hippocr. u. Sp., auch übertr., ein Abschnitt, ein gefahrvoller Absatz im Leben des Menschen, ein Stufenjahr, Plin. 7, 49, Gell. 3, 10. 15, 7. – Die Formen κλειμακτήρ u. κλημακτήρ sind als falsch zu betrachten. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> échelon, degré d'une échelle ; <i>particul.</i> sorte d'instrument de chirurgie;<br /><b>2</b> <i>fig. de</i>gré de la vie (difficile à franchir), <i>càd</i> année climatérique, qui passe pour décider de la vie des hommes.<br />'''Étymologie:''' [[κλῖμαξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑμακτήρ''': ῆρος, ὁ, βαθμὶς κλίμακος, Εὐρ. Ἑλ. 1570, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 270· ἴδε ἐν λέξ. κλῖμαξ ΙΙ. 2. ΙΙ. μεταφορ., [[κρίσιμος]] [[περίοδος]] ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου, καθ’ ἃ ἐπίστευον οἱ ἀρχαῖοι, ὡς π.χ. τὰ ἔτη τῆς ἡλικίας 7, 14, 21, 28, κτλ., Πλίν. 7, 49, 50, § 161, Varro παρὰ Gell. 3. 10., 15. 7· [[καθόλου]], [[κίνδυνος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― [[ὅθεν]], ἐνιαυτὸς κλιμακτηρικός, [[ἔτος]] τοῦ βίου κινδυνῶδες, δηλ. τὸ 63ον, Πτολ. Τετράβ. σελ. 140. 26, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 193. | |lstext='''κλῑμακτήρ''': ῆρος, ὁ, βαθμὶς κλίμακος, Εὐρ. Ἑλ. 1570, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 270· ἴδε ἐν λέξ. κλῖμαξ ΙΙ. 2. ΙΙ. μεταφορ., [[κρίσιμος]] [[περίοδος]] ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου, καθ’ ἃ ἐπίστευον οἱ ἀρχαῖοι, ὡς π.χ. τὰ ἔτη τῆς ἡλικίας 7, 14, 21, 28, κτλ., Πλίν. 7, 49, 50, § 161, Varro παρὰ Gell. 3. 10., 15. 7· [[καθόλου]], [[κίνδυνος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― [[ὅθεν]], ἐνιαυτὸς κλιμακτηρικός, [[ἔτος]] τοῦ βίου κινδυνῶδες, δηλ. τὸ 63ον, Πτολ. Τετράβ. σελ. 140. 26, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 193. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:41, 1 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A rung of a ladder, E.Hel.1570, Ar.Fr.277, Hp. Art.78, IG22.244.80, 11(2).203A43 (Delos, iii B.C.). II Astrol., critical point in human life, determined by multiples of 7, as 35, 49, 63, Varr. ap. Gell.3.10.9, Epist.Aug.ib.15.7.3, Vett.Val.143.9, Ptol. Tetr.141, Heph.Astr.1.1, etc.; κ. ἑβδοματικοί Theol.Ar.53: generally, danger, Anon. ap. Suid.s.v. ἐγκοπή.
German (Pape)
[Seite 1453] ῆρος, ὁ, Stufe einer Treppe, Leitersprosse; πλήσασα κλιμακτῆρας εὐσφύρου ποδός Eur. Hel. 1586; Hippocr. u. Sp., auch übertr., ein Abschnitt, ein gefahrvoller Absatz im Leben des Menschen, ein Stufenjahr, Plin. 7, 49, Gell. 3, 10. 15, 7. – Die Formen κλειμακτήρ u. κλημακτήρ sind als falsch zu betrachten.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 échelon, degré d'une échelle ; particul. sorte d'instrument de chirurgie;
2 fig. degré de la vie (difficile à franchir), càd année climatérique, qui passe pour décider de la vie des hommes.
Étymologie: κλῖμαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμακτήρ: ῆρος, ὁ, βαθμὶς κλίμακος, Εὐρ. Ἑλ. 1570, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 270· ἴδε ἐν λέξ. κλῖμαξ ΙΙ. 2. ΙΙ. μεταφορ., κρίσιμος περίοδος ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου, καθ’ ἃ ἐπίστευον οἱ ἀρχαῖοι, ὡς π.χ. τὰ ἔτη τῆς ἡλικίας 7, 14, 21, 28, κτλ., Πλίν. 7, 49, 50, § 161, Varro παρὰ Gell. 3. 10., 15. 7· καθόλου, κίνδυνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― ὅθεν, ἐνιαυτὸς κλιμακτηρικός, ἔτος τοῦ βίου κινδυνῶδες, δηλ. τὸ 63ον, Πτολ. Τετράβ. σελ. 140. 26, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 193.
Greek Monotonic
κλῐμακτήρ: -ῆρος, ὁ, βαθμίδα σκάλας, σκαλοπάτι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κλῑμακτήρ: ῆρος ὁ
1) ступень, ступенька Eur.;
2) (лат. climacter) возрастной переломный момент Plin., Gell.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλιμακτήρ -ῆρος, ὁ [κλῖμαξ] sport van een ladder.
Middle Liddell
κλῑμακτήρ, ῆρος,
the round of a ladder, Eur. [from κλῖμαξ