λινοπόρος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=linopo/ros | |Beta Code=linopo/ros | ||
|Definition=ον, [[sail-wafting]], αὖραι <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>410</span> (lyr.). | |Definition=ον, [[sail-wafting]], αὖραι <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>410</span> (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui pénètre dans les voiles <i>en parlant du vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], πορεύομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνοπόρος''': -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410. | |lstext='''λῐνοπόρος''': -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:43, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, sail-wafting, αὖραι E.IT410 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pénètre dans les voiles en parlant du vent.
Étymologie: λίνον, πορεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοπόρος: -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410.
Greek Monolingual
λινοπόρος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ακροπόρος, οδοιπόρος.
Greek Monotonic
λῐνοπόρος: -ον, αυτός που φουσκώνει τα ιστία του πλοίου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοπόρος: надувающий паруса (αὖραι Eur.).