μετάρροια: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=meta/rroia
|Beta Code=meta/rroia
|Definition=ἡ, [[change of stream]], [[reflux]], τοῦ πνεύματος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span> 367a28</span>: pl., Plu.2.433f, Gal.16.540; also of light, <span class="bibl">Plot.4.5.7</span>.
|Definition=ἡ, [[change of stream]], [[reflux]], τοῦ πνεύματος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span> 367a28</span>: pl., Plu.2.433f, Gal.16.540; also of light, <span class="bibl">Plot.4.5.7</span>.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mouvement de reflux.<br />'''Étymologie:''' [[μεταρρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάρροια''': ἡ, μεταβολὴ τοῦ δρόμου τῆς ῥοῆς, ῥοὴ πρὸς τὸ ἀντίθετον, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, πρβλ. Διόδ. 3. 51· - [[ὡσαύτως]] μεταρροή, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 205.
|lstext='''μετάρροια''': ἡ, μεταβολὴ τοῦ δρόμου τῆς ῥοῆς, ῥοὴ πρὸς τὸ ἀντίθετον, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, πρβλ. Διόδ. 3. 51· - [[ὡσαύτως]] μεταρροή, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 205.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mouvement de reflux.<br />'''Étymologie:''' [[μεταρρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάρροια Medium diacritics: μετάρροια Low diacritics: μετάρροια Capitals: ΜΕΤΑΡΡΟΙΑ
Transliteration A: metárroia Transliteration B: metarroia Transliteration C: metarroia Beta Code: meta/rroia

English (LSJ)

ἡ, change of stream, reflux, τοῦ πνεύματος Arist.Mete. 367a28: pl., Plu.2.433f, Gal.16.540; also of light, Plot.4.5.7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mouvement de reflux.
Étymologie: μεταρρέω.

Greek (Liddell-Scott)

μετάρροια: ἡ, μεταβολὴ τοῦ δρόμου τῆς ῥοῆς, ῥοὴ πρὸς τὸ ἀντίθετον, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, πρβλ. Διόδ. 3. 51· - ὡσαύτως μεταρροή, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 205.

Greek Monolingual

μετάρροια, ἡ (Α)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταρρέω, η μεταβολή της ροής προς άλλο μέρος, η μεταβολή της κατεύθυνσης της ροής προς τα πίσω, η άμπωτη («οἷον μεταρροίας εἴσω γινομένης τοῦ πνεύματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρέω (πρβλ. διά-ρροια, κατά-ρροια)].

Russian (Dvoretsky)

μετάρροια:отток, отлив Arst., Diod.