μικρότης: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ [[μέγεθος]], Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. [[σμικρότης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ [[μέγεθος]], Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. [[σμικρότης]].
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse ; <i>fig.</i> petitesse <i>ou</i> médiocrité du rang, de la condition.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρότης''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ [[μικρός]], πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ [[πόλεων]], [[πλήν]] εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.
|lstext='''μῑκρότης''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ [[μικρός]], πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ [[πόλεων]], [[πλήν]] εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse ; <i>fig.</i> petitesse <i>ou</i> médiocrité du rang, de la condition.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:47, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρότης Medium diacritics: μικρότης Low diacritics: μικρότης Capitals: ΜΙΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: mikrótēs Transliteration B: mikrotēs Transliteration C: mikrotis Beta Code: mikro/ths

English (LSJ)

or σμικρ- (v. μικρός), ητος, ἡ, A smallness. first in Anaxag.1, cf. Arist.Metaph.1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.Ti.43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.de An.422b30; ἀνέμων Thphr.Vent.1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e. 2 meanness, pettiness, of rank, Isoc.4.93, Arist.Pol.1302b4; of matters, Id.Rh.1393a9; of language, triviality, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 185] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ μέγεθος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
petitesse ; fig. petitesse ou médiocrité du rang, de la condition.
Étymologie: μικρός.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρότης: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ μικρός, πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ πόλεων, πλήν εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.

Greek Monotonic

μῑκρότης: ή σμικρ-, ἡ, η ιδιότητα του μικρού, του λίγου, φειδώ, ασημαντότητα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρότης: и σμῑκρότης, ητος ἡ
1) незначительные размеры (διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.);
2) слабость (φωνῆς Arst.);
3) незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).

Middle Liddell

μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, ἡ, [from μῑκρός]
smallness: littleness, meanness, pettiness, Arist.

English (Woodhouse)

pettiness, smallness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)