μερίμνημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />soin, souci, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μερίμνημα''': τό, [[μέριμνα]], ἀνησυχία, Πινδ. Ἀποσπ. 245, 251, Σοφ. Φιλ. 186.
|lstext='''μερίμνημα''': τό, [[μέριμνα]], ἀνησυχία, Πινδ. Ἀποσπ. 245, 251, Σοφ. Φιλ. 186.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />soin, souci, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερίμνημα Medium diacritics: μερίμνημα Low diacritics: μερίμνημα Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΜΑ
Transliteration A: merímnēma Transliteration B: merimnēma Transliteration C: merimnima Beta Code: meri/mnhma

English (LSJ)

Dor. μερίμν-ᾱμα, ατος, τό, anxiety, in plural, Pi. Fr.277, 278, S.Ph.186 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 134] τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
soin, souci, inquiétude.
Étymologie: μεριμνάω.

Greek (Liddell-Scott)

μερίμνημα: τό, μέριμνα, ἀνησυχία, Πινδ. Ἀποσπ. 245, 251, Σοφ. Φιλ. 186.

Greek Monolingual

μερίμνημα, το (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) μεριμνώ
μέριμνα, φροντίδα
μσν.
αντικείμενο μέριμνας.

Greek Monotonic

μερίμνημα: -ατος, τό, ανησυχία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μερίμνημα: дор. μερίμνᾱμα, ατος τό забота, тревога, волнение (ἀλεγεινόν Pind.; βαρύ Soph.).

Middle Liddell

μερίμνημα, ατος, τό, [from μεριμνάω
anxiety, Soph.