νειοτομεύς: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />charrue.<br />'''Étymologie:''' [[νειός]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νειοτομεύς''': ὁ ([[νειός]], [[τέμνω]]) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.
|lstext='''νειοτομεύς''': ὁ ([[νειός]], [[τέμνω]]) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />charrue.<br />'''Étymologie:''' [[νειός]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:53, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειοτομεύς Medium diacritics: νειοτομεύς Low diacritics: νειοτομεύς Capitals: ΝΕΙΟΤΟΜΕΥΣ
Transliteration A: neiotomeús Transliteration B: neiotomeus Transliteration C: neiotomeys Beta Code: neiotomeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, one who breaks up a fallow, AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 237] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
charrue.
Étymologie: νειός, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

νειοτομεύς: ὁ (νειός, τέμνω) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.

Greek Monolingual

νειοτομεύς, -έως, ὁ (Α)
(για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο-τομεύς, περι-τομεύς.

Greek Monotonic

νειοτομεύς: ὁ (τέμνω), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νειοτομεύς: έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.

Middle Liddell

νειο-τομεύς, έως, τέμνω
one who breaks up a fallow, Anth.