μυρσινίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> μυρρινίτης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρσῐνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις [[λίθος]], Πλίν. 37. 63.
|lstext='''μυρσῐνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις [[λίθος]], Πλίν. 37. 63.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> μυρρινίτης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α, αττ. τ. [[μυρρινίτης]])<br /><b>1.</b> (για οίνο) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος με [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> [[φυτό]] ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο [[μυρσινίτης]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυρρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο (Α, αττ. τ. [[μυρρινίτης]])<br /><b>1.</b> (για οίνο) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος με [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> [[φυτό]] ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο [[μυρσινίτης]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυρρ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 21:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐνίτης Medium diacritics: μυρσινίτης Low diacritics: μυρσινίτης Capitals: ΜΥΡΣΙΝΙΤΗΣ
Transliteration A: myrsinítēs Transliteration B: myrsinitēs Transliteration C: myrsinitis Beta Code: mursini/ths

English (LSJ)

[ῑτ] οἶνος, ὁ, A wine flavoured with myrtle, Dsc.5.29. II Subst. μ., ὁ, a precious stone, Plin.HN37.174. 2 myrtle spurge, Euphorbia myrsinites, Dsc.4.164.5.

German (Pape)

[Seite 222] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.

French (Bailly abrégé)

c. μυρρινίτης.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσῐνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 63.

Greek Monolingual

ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης)
1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη
2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης
3. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μυρρ-ίτης)].