λιμώσσω: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=limw/ssw | |Beta Code=limw/ssw | ||
|Definition=Att. λιμώττω, to [[be famished]], [[hungry]], <span class="bibl">Str.15.2.5</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.1.1</span>, <span class="bibl">Babr.45.8</span>, <span class="title">AP</span>6.307.8 (Phan.), <span class="bibl">Luc. <span class="title">Luct.</span>9</span>, <span class="bibl">Alciphr.1.21</span>: aor. ἐλίμωξα <span class="bibl">Apostol.10.53</span>. | |Definition=Att. λιμώττω, to [[be famished]], [[hungry]], <span class="bibl">Str.15.2.5</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.1.1</span>, <span class="bibl">Babr.45.8</span>, <span class="title">AP</span>6.307.8 (Phan.), <span class="bibl">Luc. <span class="title">Luct.</span>9</span>, <span class="bibl">Alciphr.1.21</span>: aor. ἐλίμωξα <span class="bibl">Apostol.10.53</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> λιμώξομαι, <i>ao.</i> ἐλίμωξα, <i>pf. inus.</i><br />souffrir de la faim.<br />'''Étymologie:''' [[λιμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῑμώσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πάσχω]] ἐκ πείνης, εἶμαι πεινασμένος, «λιμώττειν ἐκείνους φαμὲν ὅσοι δι’ ἀπορίαν σιτίων εἰς [[ἄκρον]] ἥκουσι πείνης» Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφ. 2, 16, Στράβ. 722, Βάβρ. 45. 8, Ἀνθ. Π. 6. 307, Λουκ. π. Πένθ. 9, Ἀλκίφρων 1. 21· ἀόρ. ἐλίμωξα, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμιογρ.· μέσ. μέλλ. λιμώξομαι, μνημονεύεται ἐκ Νικηφ. Ρητ. - Πρβλ. [[λοιμώσσω]] ἐκ τοῦ [[λοιμός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99. | |lstext='''λῑμώσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πάσχω]] ἐκ πείνης, εἶμαι πεινασμένος, «λιμώττειν ἐκείνους φαμὲν ὅσοι δι’ ἀπορίαν σιτίων εἰς [[ἄκρον]] ἥκουσι πείνης» Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφ. 2, 16, Στράβ. 722, Βάβρ. 45. 8, Ἀνθ. Π. 6. 307, Λουκ. π. Πένθ. 9, Ἀλκίφρων 1. 21· ἀόρ. ἐλίμωξα, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμιογρ.· μέσ. μέλλ. λιμώξομαι, μνημονεύεται ἐκ Νικηφ. Ρητ. - Πρβλ. [[λοιμώσσω]] ἐκ τοῦ [[λοιμός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
Att. λιμώττω, to be famished, hungry, Str.15.2.5, J.AJ2.1.1, Babr.45.8, AP6.307.8 (Phan.), Luc. Luct.9, Alciphr.1.21: aor. ἐλίμωξα Apostol.10.53.
French (Bailly abrégé)
f. λιμώξομαι, ao. ἐλίμωξα, pf. inus.
souffrir de la faim.
Étymologie: λιμός.
Greek (Liddell-Scott)
λῑμώσσω: Ἀττ. -ττω, πάσχω ἐκ πείνης, εἶμαι πεινασμένος, «λιμώττειν ἐκείνους φαμὲν ὅσοι δι’ ἀπορίαν σιτίων εἰς ἄκρον ἥκουσι πείνης» Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφ. 2, 16, Στράβ. 722, Βάβρ. 45. 8, Ἀνθ. Π. 6. 307, Λουκ. π. Πένθ. 9, Ἀλκίφρων 1. 21· ἀόρ. ἐλίμωξα, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμιογρ.· μέσ. μέλλ. λιμώξομαι, μνημονεύεται ἐκ Νικηφ. Ρητ. - Πρβλ. λοιμώσσω ἐκ τοῦ λοιμός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.
Greek Monolingual
και λιμώττω (AM λιμώσσω, Α αττ. τ. λιμώττω) λιμός
βασανίζομαι από μεγάλη πείνα, είμαι πεινασμένος λόγω παντελούς ελλείψεως τροφίμων.
Greek Monotonic
λῑμώσσω: Αττ. λιμώττω (λιμός), είμαι ξελιγωμένος από την πείνα, είμαι πεινασμένος, σε Στράβ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῑμώσσω: атт. λιμώττω терпеть голод, голодать Luc., Plut., Anth.