μητροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] um die Mütter beschäftigt, d. i. ihnen beistehend, Eileithyia, Pind. P. 3, 9. – Nach Hesych. = μέλισσαι, Dienerinn der magna mater.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] um die Mütter beschäftigt, d. i. ihnen beistehend, Eileithyia, Pind. P. 3, 9. – Nach Hesych. = μέλισσαι, Dienerinn der magna mater.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui prend soin des mères.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[πολέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητροπόλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς Εἰλειθυίας, ἡ περιποιουμένη καὶ βοηθοῦσα τὰς μητέρας κατὰ τὸν τοκετόν, Πινδ. Π. 3. 15. ΙΙ. αἱ μ. = μέλισσαι (Ι. 2), Ἡσύχ.
|lstext='''μητροπόλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς Εἰλειθυίας, ἡ περιποιουμένη καὶ βοηθοῦσα τὰς μητέρας κατὰ τὸν τοκετόν, Πινδ. Π. 3. 15. ΙΙ. αἱ μ. = μέλισσαι (Ι. 2), Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui prend soin des mères.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[πολέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροπόλος Medium diacritics: μητροπόλος Low diacritics: μητροπόλος Capitals: ΜΗΤΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: mētropólos Transliteration B: mētropolos Transliteration C: mitropolos Beta Code: mhtropo/los

English (LSJ)

Dor. ματρο-, ον, A tending mothers, epithet of Eileithyia, Pi.P.3.9. II αἱ μ., = μέλισσαι 11.2, Hsch.

German (Pape)

[Seite 180] um die Mütter beschäftigt, d. i. ihnen beistehend, Eileithyia, Pind. P. 3, 9. – Nach Hesych. = μέλισσαι, Dienerinn der magna mater.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des mères.
Étymologie: μήτηρ, πολέω.

Greek (Liddell-Scott)

μητροπόλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Εἰλειθυίας, ἡ περιποιουμένη καὶ βοηθοῦσα τὰς μητέρας κατὰ τὸν τοκετόν, Πινδ. Π. 3. 15. ΙΙ. αἱ μ. = μέλισσαι (Ι. 2), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι
ιέρειες της μητέρας τών θεών, της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι), πρβλ. νυκτιπόλος.

Greek Monotonic

μητροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που φροντίζει τις μητέρες, επίθ. για την Εἰλείθυια, προστάτιδα του τοκετού, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μητροπόλος: дор. μᾱτροπόλος 2 заботящийся о матерях, помогающий матерям (Ἐλείθυια Pind.).

Middle Liddell

μητρο-πόλος, ον πολέω
tending mothers, epithet of Eileithyia, Pind.