μεταλλακτός: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=metallakto/s
|Beta Code=metallakto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[changed]], [[altered]], δαίμων <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 706</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> to [[be changed]] or [[altered]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>220</span>.</span>
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[changed]], [[altered]], δαίμων <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 706</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> to [[be changed]] or [[altered]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>220</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />changé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταλλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />changé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταλλάσσω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 22:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλακτός Medium diacritics: μεταλλακτός Low diacritics: μεταλλακτός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: metallaktós Transliteration B: metallaktos Transliteration C: metallaktos Beta Code: metallakto/s

English (LSJ)

όν, A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.). II to be changed or altered, Pi.Fr.220.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changé.
Étymologie: adj. verb. de μεταλλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.

English (Slater)

μεταλλακτός to be changed οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταλλακτός, -ή, -όν) μεταλλάσσω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν)
η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)
αρχ.
1. μεταβεβλημένος
2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.

Greek Monotonic

μεταλλακτός: -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλακτός:
1) изменившийся, переменившийся (δαίμων Aesch.);
2) подлежащий изменению Pind.

Middle Liddell

μεταλλακτός, όν verb. adj.]
changed, altered, Aesch.