μετάμελος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> ὁ) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ὁ, die Reue, Thuc. 7, 55 u. Sp., wie Con. 23. – Ein adj. [[μετάμελος]], reuevoll, D. Sic. exc. Vat. lib. 25, 2; aber Plat. Phaed. 113 e ist μεταμέλον zu accentuiren, s. [[μεταμέλω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ὁ, die Reue, Thuc. 7, 55 u. Sp., wie Con. 23. – Ein adj. [[μετάμελος]], reuevoll, D. Sic. exc. Vat. lib. 25, 2; aber Plat. Phaed. 113 e ist μεταμέλον zu accentuiren, s. [[μεταμέλω]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάμελος''': ὁ, [[μεταμέλεια]], [[μετάνοια]], [[λύπη]] ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[μετάμελος]], ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.
|lstext='''μετάμελος''': ὁ, [[μεταμέλεια]], [[μετάνοια]], [[λύπη]] ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[μετάμελος]], ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάμελος Medium diacritics: μετάμελος Low diacritics: μετάμελος Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΟΣ
Transliteration A: metámelos Transliteration B: metamelos Transliteration C: metamelos Beta Code: meta/melos

English (LSJ)

ὁ, A repentance, regret, Th.7.55, Conon 23.3, Themist.Ep.4.1, J.AJ19.4.4, Chor.p.214 B.; ἀποθανὼν ὁ δίκαιος ἔλιπε μετάμελον LXX Pr.11.3. II Adj. μετάμελος, ον, repenting, πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα D.S.25.11.

German (Pape)

[Seite 150] ὁ, die Reue, Thuc. 7, 55 u. Sp., wie Con. 23. – Ein adj. μετάμελος, reuevoll, D. Sic. exc. Vat. lib. 25, 2; aber Plat. Phaed. 113 e ist μεταμέλον zu accentuiren, s. μεταμέλω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μετάμελος: ὁ, μεταμέλεια, μετάνοια, λύπη ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετάμελος, ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.

Greek Monolingual

μετάμελος, -ον (ΑM)
αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα», Διόδ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μετάμελος
η μεταμέλεια, το μετάνιωμα («πολύ δὲ μείζων ἔτι τῆς στρατείας ὁ μετάμελος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μεταμέλομαι.

Greek Monotonic

μετάμελος: ὁ, μετάνοια, μεταμέλεια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετάμελος: IIраскаяние, сожаление (τῆς στρατείας Thuc.).
раскаивающийся Diod.

Middle Liddell

μετάμελος, ὁ,
repentance, regret, Thuc.

English (Woodhouse)

remorse, repentance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)