λεπτόγραμμος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, [[βιβλίον]] Luc. Conviv. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, [[βιβλίον]] Luc. Conviv. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />écrit en caractères très fins.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γράμμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόγραμμος''': -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17. | |lstext='''λεπτόγραμμος''': -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, written small or neat, Id.Symp.17.
German (Pape)
[Seite 30] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit en caractères très fins.
Étymologie: λεπτός, γράμμα.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόγραμμος: -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεπτόγραμμος, -ον)
γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος
2. χαραγμένος με λεπτές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ισόγραμμος, μονόγραμμος].
Greek Monotonic
λεπτόγραμμος: -ον (γράμμα), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, γραμμένος καθαρά ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόγραμμος: мелко написанный Luc.