λιθοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0045.png Seite 45]] ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0045.png Seite 45]] ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[κόπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοκόπος''': ὁ, ὁ κόπτων, πελεκῶν λίθους, Δημ. 1159. 9.
|lstext='''λῐθοκόπος''': ὁ, ὁ κόπτων, πελεκῶν λίθους, Δημ. 1159. 9.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[κόπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:42, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκόπος Medium diacritics: λιθοκόπος Low diacritics: λιθοκόπος Capitals: ΛΙΘΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: lithokópos Transliteration B: lithokopos Transliteration C: lithokopos Beta Code: liqoko/pos

English (LSJ)

ὁ, stonecutter, Antipho Soph.92, D.47.65, IG3.307, prob. in 3455.

German (Pape)

[Seite 45] ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, κόπτω.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκόπος: ὁ, ὁ κόπτων, πελεκῶν λίθους, Δημ. 1159. 9.

Greek Monolingual

ο (AM λιθοκόπος)
αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι
μσν.
αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

λῐθοκόπος: ὁ (κόπτω), αυτός που κόβει, που πελεκάει λίθους, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκόπος:каменотес Dem.

Middle Liddell

λῐθο-κόπος, ὁ, κόπτω
a stone-cutter, Dem.