νεογνός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0241.png Seite 241]] zsgzgn aus [[νεόγονος]], neugeboren; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; [[βρέφος]], Ion 31; [[θρέμμα]], El. 495; [[παιδία]], Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0241.png Seite 241]] zsgzgn aus [[νεόγονος]], neugeboren; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; [[βρέφος]], Ion 31; [[θρέμμα]], El. 495; [[παιδία]], Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεογνός''': -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[νεόγονος]], [[παῖς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· συχν. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.
|lstext='''νεογνός''': -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[νεόγονος]], [[παῖς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· συχν. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:54, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογνός Medium diacritics: νεογνός Low diacritics: νεογνός Capitals: ΝΕΟΓΝΟΣ
Transliteration A: neognós Transliteration B: neognos Transliteration C: neognos Beta Code: neogno/s

English (LSJ)

ή, όν, = νεόγονος, παῖς h.Cer.141, cf. h.Merc.406, Hdt.2.2, Hp.Aph.3.24, A.Ag.1163 codd. (lyr.), E.Ion31: in Att. Prose, X.Oec.7.21: freq. of young beasts, ποίμνης νεογνὸν θρέμμα E.El.495; τὰ νεογνά X.Cyn.5.14, Arist.PA665b7.

German (Pape)

[Seite 241] zsgzgn aus νεόγονος, neugeboren; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; βρέφος, Ion 31; θρέμμα, El. 495; παιδία, Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
nouveau-né.
Étymologie: νέος, γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

νεογνός: -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ νεόγονος, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - ὡσαύτως παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· συχν. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νεογνός, -όν, θηλ. και νεογνή)
το ουδ. ως ουσ. το νεογνό
βρέφος ή ζώο που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, το νεογέννητο
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) το βρέφος έως το τέλος της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του
μσν.
(για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που είναι μικρός σε ηλικία
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, αρτιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γνός (το μοναδικό συνθ. σε -γνος < μηδενισμένη βαθμίδα -γν- της ρίζας γεν- του γί-γν-ομαι)].

Greek Monotonic

νεογνός: -όν, συγκεκ. αντί νεόγονος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νεογνός: HH, Aesch., Eur., Her., Xen. etc. стяж. к νεόγονος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: newborn
See also: s. γίγνομαι.

Middle Liddell

νεογνός, όν [contr. for νεόγονος, Hdt., Aesch., etc.]

Frisk Etymology German

νεογνός: {neognós}
Meaning: neugeboren
See also: s. γίγνομαι.
Page 2,304

English (Woodhouse)

new born

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)