παράρθρησις: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />légère luxation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράρθρησις''': ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, [[ὥσπερ]] οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, [[καίπερ]] εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
|lstext='''παράρθρησις''': ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, [[ὥσπερ]] οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, [[καίπερ]] εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />légère luxation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρθρησις Medium diacritics: παράρθρησις Low diacritics: παράρθρησις Capitals: ΠΑΡΑΡΘΡΗΣΙΣ
Transliteration A: parárthrēsis Transliteration B: pararthrēsis Transliteration C: pararthrisis Beta Code: para/rqrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2; subluxation, Gal.6.870.

German (Pape)

[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.

Greek (Liddell-Scott)

παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α παραρθρώ
1. εξάρθρωση
2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα.

Russian (Dvoretsky)

παράρθρησις: εως ἡ вывих Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράρθρησις -εως, ἡ [παραρθρέω] ontwrichting.