περιπτωτικός: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπτωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25. | |lstext='''περιπτωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A falling into that which one seeks to avoid, Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.Epict.3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. -κῶς Arr.Epict.4.10.6. II accidental, π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.Sect. Intr.2. Adv. -κῶς S.E.M.1.25.
German (Pape)
[Seite 589] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 exposé aux accidents de la vie;
2 qui tombe dans, τινι.
Étymologie: περιπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
περιπτωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο ὅπερ τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιπίπτω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίπτωση
2. αυτός που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίος.
επίρρ...
περιπτωτικῶς Α
1. με περιπτωτικό τρόπο, σε εξάρτηση από τυχαίο γεγονός
2. τυχαία.
Russian (Dvoretsky)
περιπτωτικός: досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. ἐνάργεια Sext. бросающаяся в глаза очевидность.