πλουτογαθής: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichthum erfreuend; [[μυχός]], Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart [[πλουταγαθής]], vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichthum erfreuend; [[μυχός]], Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart [[πλουταγαθής]], vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />dont l'opulence réjouit.<br />'''Étymologie:''' dor. pour *πλουτογηθής, de [[πλοῦτος]] et [[γηθέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλουτογᾱθής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, ([[γηθέω]]) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, [[πλούσιος]], Αἰσχύλ. Χο. 801. | |lstext='''πλουτογᾱθής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, ([[γηθέω]]) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, [[πλούσιος]], Αἰσχύλ. Χο. 801. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:14, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, Dor. for -γηθής, (γηθέω) delighting by or in riches, wealthy, μυχός A.Ch.801 (lyr., πλουταγαθῆ cod. M.).
German (Pape)
[Seite 638] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichthum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαθής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont l'opulence réjouit.
Étymologie: dor. pour *πλουτογηθής, de πλοῦτος et γηθέω.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, (γηθέω) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, πλούσιος, Αἰσχύλ. Χο. 801.
Greek Monolingual
και πλουταγαθής, -ές, Α
1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη
2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -γᾱθής / -γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι-γαθής, πολυ-γαθής].
Greek Monotonic
πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί -γηθής (γηθέω), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, πλούσιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πλουτογᾱθής: дор. = * πλουτογηθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτογᾱθής -ές [πλοῦτος, γηθέω] Dor., van rijkdom bloeiend, rijk.