πολύρρηνος: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=polu/rrhnos | |Beta Code=polu/rrhnos | ||
|Definition=ον, = [[πολύρρην]] ([[rich in lambs]]), of a person, ''Od.'' 11.257 ; of a country, A. ''Eleg.'' 3 ; σταθμός QS. 2.331. | |Definition=ον, = [[πολύρρην]] ([[rich in lambs]]), of a person, ''Od.'' 11.257 ; of a country, A. ''Eleg.'' 3 ; σταθμός QS. 2.331. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[πολύρρην]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύρρηνος''': -ον, ὁ πολλὰ ποίμνια ἔχων, Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε [[πολύρρηνος]] Ὀδ. Λ. 256· ἐπὶ χώρας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ἔχομεν ἑτερόκλιτον ὄνομ., ἄνδρες πολύρρηνες Ἰλ. Ι. 154, 296, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 3· δοτική τις πολύρρηνι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· καὶ ὀνομ. πολύρρην ἀπαντᾷ [[παρά]] τινι Ποιητῇ ἐν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 15. | |lstext='''πολύρρηνος''': -ον, ὁ πολλὰ ποίμνια ἔχων, Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε [[πολύρρηνος]] Ὀδ. Λ. 256· ἐπὶ χώρας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ἔχομεν ἑτερόκλιτον ὄνομ., ἄνδρες πολύρρηνες Ἰλ. Ι. 154, 296, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 3· δοτική τις πολύρρηνι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· καὶ ὀνομ. πολύρρην ἀπαντᾷ [[παρά]] τινι Ποιητῇ ἐν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, = πολύρρην (rich in lambs), of a person, Od. 11.257 ; of a country, A. Eleg. 3 ; σταθμός QS. 2.331.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολύρρην.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρηνος: -ον, ὁ πολλὰ ποίμνια ἔχων, Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε πολύρρηνος Ὀδ. Λ. 256· ἐπὶ χώρας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ἔχομεν ἑτερόκλιτον ὄνομ., ἄνδρες πολύρρηνες Ἰλ. Ι. 154, 296, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 3· δοτική τις πολύρρηνι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· καὶ ὀνομ. πολύρρην ἀπαντᾷ παρά τινι Ποιητῇ ἐν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 15.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα, πολύρρην
2. (για χώρα) αυτός που εκτρέφει πολλά πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρρηνος (< ῥήν, βλ. λ. πολύρρην)].
Greek Monotonic
πολύρρηνος: -ον (ῥήν), πλούσιος σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ. έχουμε ετερόκλ. ονομ., ἄνδρες πολύρρηνες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρηνος: Hom., Aesch. = πολύρρην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρρηνος -ον [πολύς, ἀρήν] rijk aan lammeren.
Middle Liddell
πολύρ-ρηνος, ον, [ῥήν]
rich in sheep, Od.:—in pl. we have a heterocl. nom., ἄνδρες πολύρρηνες Il.