ποδένδυτος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0642.png Seite 642]] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = [[ποδιστήρ]] oder [[ποδήρης]] [[πέπλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0642.png Seite 642]] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = [[ποδιστήρ]] oder [[ποδήρης]] [[πέπλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tombe jusque sur les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἐνδύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tombe jusque sur les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἐνδύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδένδῠτος Medium diacritics: ποδένδυτος Low diacritics: ποδένδυτος Capitals: ΠΟΔΕΝΔΥΤΟΣ
Transliteration A: podéndytos Transliteration B: podendytos Transliteration C: podendytos Beta Code: pode/ndutos

English (LSJ)

ον, (ἐνδύω) drawn over the feet, π. κατασκήνωμα, = πέπλος ποδιστήρ, A.Ch.984(998).

German (Pape)

[Seite 642] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = ποδιστήρ oder ποδήρης πέπλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe jusque sur les pieds.
Étymologie: πούς, ἐνδύω.

Greek (Liddell-Scott)

ποδένδῠτος: -ον, (ἐνδύω) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. κατασκήνωμα = πέπλος ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ-ένδυτος)].

Greek Monotonic

ποδένδῠτος: -ον (ἐνδύω), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ποδένδῠτος: связывающий ноги (κατασκήνωμα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.

Middle Liddell

ποδ-ένδῠτος, ον, ἐνδύω
drawn over the feet, Aesch.