προβουλή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ἡ, Vorberathung, Überlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ἡ, Vorberathung, Überlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />délibération préalable.<br />'''Étymologie:''' [[προβουλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προβουλή''': ἡ, [[πρόνοια]], προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.
|lstext='''προβουλή''': ἡ, [[πρόνοια]], προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />délibération préalable.<br />'''Étymologie:''' [[προβουλεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέψη]] ή [[απόφαση]] που προηγείται, [[προμελέτη]]<br /><b>2.</b> μόνιμη [[επιτροπή]] («ἡ βουλὴ καὶ ἡ [[προβουλή]]», <b>επιγρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέψη]] ή [[απόφαση]] που προηγείται, [[προμελέτη]]<br /><b>2.</b> μόνιμη [[επιτροπή]] («ἡ βουλὴ καὶ ἡ [[προβουλή]]», <b>επιγρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»].
}}
}}

Revision as of 08:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβουλή Medium diacritics: προβουλή Low diacritics: προβουλή Capitals: ΠΡΟΒΟΥΛΗ
Transliteration A: proboulḗ Transliteration B: proboulē Transliteration C: provouli Beta Code: proboulh/

English (LSJ)

ἡ, A forethought, ἐκ προβουλῆς of malice aforethought, Antipho 1.5, D.C.47.4, etc. II standing committee, ἡ βουλὴ καὶ ἡ π. dub. in BCH26.168 (Syria, i/ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 713] ἡ, Vorberathung, Überlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
délibération préalable.
Étymologie: προβουλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

προβουλή: ἡ, πρόνοια, προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. σκέψη ή απόφαση που προηγείται, προμελέτη
2. μόνιμη επιτροπή («ἡ βουλὴ καὶ ἡ προβουλή», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βουλή «σκέψη»].