προκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0730.png Seite 730]] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0730.png Seite 730]] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui précède, précurseur.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κέλευθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκέλευθος''': -ον, προηγούμενος, [[πρόδρομος]], [[προάγγελος]], τινος Μόσχ. 2. 147· [[χρεμέτισμα]] γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. [[ἡμέρα]] Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.
|lstext='''προκέλευθος''': -ον, προηγούμενος, [[πρόδρομος]], [[προάγγελος]], τινος Μόσχ. 2. 147· [[χρεμέτισμα]] γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. [[ἡμέρα]] Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui précède, précurseur.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κέλευθος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκέλευθος Medium diacritics: προκέλευθος Low diacritics: προκέλευθος Capitals: ΠΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: prokéleuthos Transliteration B: prokeleuthos Transliteration C: prokelefthos Beta Code: proke/leuqos

English (LSJ)

ον, conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn.D.11.419.

German (Pape)

[Seite 730] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui précède, précurseur.
Étymologie: πρό, κέλευθος.

Greek (Liddell-Scott)

προκέλευθος: -ον, προηγούμενος, πρόδρομος, προάγγελος, τινος Μόσχ. 2. 147· χρεμέτισμα γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. ἡμέρα Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.

Greek Monotonic

προκέλευθος: -ον, πρόδρομος, τινος, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

προκέλευθος: идущий впереди, предводительствующий (τινος Anth.).

Middle Liddell

προ-κέλευθος, ον,
conducting, τινος Mosch.