πτερυγωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] befiedert, Ar. Equ. 1082, [[χρησμός]], von einem Adler.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] befiedert, Ar. Equ. 1082, [[χρησμός]], von einem Adler.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />muni d'ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερυγόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερῠγωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων πτέρυγας, [[πτερωτός]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 10., 4. 12, 13· μεταφορ., ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ [[πτερυγωτός]], αἰετὸς ὡς γίγνει κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1086.
|lstext='''πτερῠγωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων πτέρυγας, [[πτερωτός]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 10., 4. 12, 13· μεταφορ., ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ [[πτερυγωτός]], αἰετὸς ὡς γίγνει κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1086.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />muni d'ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερυγόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγωτός Medium diacritics: πτερυγωτός Low diacritics: πτερυγωτός Capitals: ΠΤΕΡΥΓΩΤΟΣ
Transliteration A: pterygōtós Transliteration B: pterygōtos Transliteration C: pterygotos Beta Code: pterugwto/s

English (LSJ)

ή, όν, winged, Arist.PA659b7, 693b7: metaph., χρησμὸς π. Ar.Eq.1086.

German (Pape)

[Seite 809] befiedert, Ar. Equ. 1082, χρησμός, von einem Adler.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
muni d'ailes, ailé.
Étymologie: πτερυγόω.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων πτέρυγας, πτερωτός, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 10., 4. 12, 13· μεταφορ., ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός, αἰετὸς ὡς γίγνει κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1086.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πτερυγωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», Αριστοφ.
β. «χρησμὸς πτερυγωτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πτερυγωτός
(παλαιοντ.)
απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην τάξη ευρυπτερίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός, πτερ-ωτός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pterygotus].

Greek Monotonic

πτερῠγωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το πτερυγόω = πτερόω), αυτός που έχει φτερά, φτερωτός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πτερῠγωτός: пернатый, крылатый (χρησμός Arph.; ὄρνις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερυγωτός -ή -όν [πτερυγόω] met vleugels; overdr.. χρησμὸς π. een gevleugeld orakel Aristoph. Eq. 1086.

Middle Liddell

πτερῠγωτός, ή, όν [as if from πτερυγόω = πτερόω
having wings, winged, Ar.