σιτηγός: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] = [[σιταγωγός]], Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] = [[σιταγωγός]], Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui sert au transport du blé <i>ou</i> des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτηγός''': -όν, (ἄγω) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.
|lstext='''σῑτηγός''': -όν, (ἄγω) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui sert au transport du blé <i>ou</i> des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηγός Medium diacritics: σιτηγός Low diacritics: σιτηγός Capitals: ΣΙΤΗΓΟΣ
Transliteration A: sitēgós Transliteration B: sitēgos Transliteration C: sitigos Beta Code: sithgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα D.50.20, D.S.20.5; σ. τι (sc. πλοῖον) PCair.Zen.31.2 (iii B.C.); τὰ σ. (sc. πλοῖα) Plu. Galb.13.

German (Pape)

[Seite 885] = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui sert au transport du blé ou des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγός: -όν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.

Greek Monolingual

-όν, Α
(για πλοίο) σιταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

σῑτηγός: -όν (ἄγω), = σιταγωγός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγός: доставляющий хлеб, продовольственный (πλοῖα Dem., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend; subst. τὰ σιτηγά graanschepen. Plut. Galb. 13.4.

Middle Liddell

σῑτ-ηγός, όν [ἄγω] = σιταγωγός, Dem.]