σιδηρόσπαρτος: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />engendré par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[σπαρτός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρόσπαρτος''': -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100. | |lstext='''σῐδηρόσπαρτος''': -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:56, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.
German (Pape)
[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.
Greek Monolingual
-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῖν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό-σπαρτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόσπαρτος: причиненный железом (ножом) (πόνος Luc.).