στράπτω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] = [[ἀστράπτω]], blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] = [[ἀστράπτω]], blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.
}}
{{bailly
|btext=éclairer, lancer des éclairs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστράπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στράπτω''': μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ [[ἀστράπτω]], Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ [[αὐτόθι]] 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.
|lstext='''στράπτω''': μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ [[ἀστράπτω]], Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ [[αὐτόθι]] 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.
}}
{{bailly
|btext=éclairer, lancer des éclairs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστράπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:02, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράπτω Medium diacritics: στράπτω Low diacritics: στράπτω Capitals: ΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: stráptō Transliteration B: straptō Transliteration C: strapto Beta Code: stra/ptw

English (LSJ)

rarer and later for ἀστράπτω, A lighten, flash, S.OC1515, A.R.1.544; metaph., νοεραῖς σ. τομαῖς Dam.Pr.122. 2 c. acc. cogn., αἴγλην Orph.H.19.2; μαρμαρυγήν Opp.C.3.349.

German (Pape)

[Seite 950] = ἀστράπτω, blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.

French (Bailly abrégé)

éclairer, lancer des éclairs.
Étymologie: cf. ἀστράπτω.

Greek (Liddell-Scott)

στράπτω: μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ ἀστράπτω, Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ αὐτόθι 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.

Greek Monolingual

Α
ἀστράπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀστράπτω, χωρίς προθεματικό - (πρβλ. ἀστεροπή: στεροπή)].

Greek Monotonic

στράπτω: μέλ. -ψω, = ἀστράπτω, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στράπτω: (= ἀστράπτω
2) блистать, сверкать Soph., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράπτω [~ ἀστήρ] bliksemen, flitsen.

Middle Liddell

στράπτω, = ἀστράπτω
to lighten, Soph.