σημαντήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0874.png Seite 874]] τό, Zeichen, Siegel, mit dem man aufzubewahrende Sachen versieht, Aesch. Ag. 595; bes. Stempel, Münzstempel; dah. auch der Ort zum Prägen der Münze; Harpocr. v. [[ἀργυροκοπεῖον]] sagt ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσιν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0874.png Seite 874]] τό, Zeichen, Siegel, mit dem man aufzubewahrende Sachen versieht, Aesch. Ag. 595; bes. Stempel, Münzstempel; dah. auch der Ort zum Prägen der Münze; Harpocr. v. [[ἀργυροκοπεῖον]] sagt ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσιν.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sceau, cachet.<br />'''Étymologie:''' [[σημαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σημαντήριον''': τό, [[σημεῖον]] ἢ σφραγὶς ἐπὶ πράγματος, [[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ τηρηθῇ ἄθικτον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 609· ἀμφίβολον ἔχει σημασίαν παρὰ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 379. ΙΙ. [[τόπος]] [[ἔνθα]] κόπτονται ἢ ἐκτυποῦνται νομίσματα, νομισματοκοπεῖον, παρ’ Ἁρποκρ.
|lstext='''σημαντήριον''': τό, [[σημεῖον]] ἢ σφραγὶς ἐπὶ πράγματος, [[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ τηρηθῇ ἄθικτον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 609· ἀμφίβολον ἔχει σημασίαν παρὰ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 379. ΙΙ. [[τόπος]] [[ἔνθα]] κόπτονται ἢ ἐκτυποῦνται νομίσματα, νομισματοκοπεῖον, παρ’ Ἁρποκρ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sceau, cachet.<br />'''Étymologie:''' [[σημαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:02, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημαντήριον Medium diacritics: σημαντήριον Low diacritics: σημαντήριον Capitals: ΣΗΜΑΝΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: sēmantḗrion Transliteration B: sēmantērion Transliteration C: simantirion Beta Code: shmanth/rion

English (LSJ)

τό, A mark or seal upon anything to be kept, A.Ag.609; dub. sens. in S.Fr.432.9. II place for coining money, mint, Harp. s.v. ἀργυροκοπεῖον.

German (Pape)

[Seite 874] τό, Zeichen, Siegel, mit dem man aufzubewahrende Sachen versieht, Aesch. Ag. 595; bes. Stempel, Münzstempel; dah. auch der Ort zum Prägen der Münze; Harpocr. v. ἀργυροκοπεῖον sagt ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσιν.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sceau, cachet.
Étymologie: σημαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σημαντήριον: τό, σημεῖον ἢ σφραγὶς ἐπὶ πράγματος, ὅπερ δέον νὰ τηρηθῇ ἄθικτον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 609· ἀμφίβολον ἔχει σημασίαν παρὰ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 379. ΙΙ. τόπος ἔνθα κόπτονται ἢ ἐκτυποῦνται νομίσματα, νομισματοκοπεῖον, παρ’ Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σημαντήρι.

Greek Monotonic

σημαντήριον: τό, σημάδι ή σφραγίδα που ετίθετο σε οτιδήποτε έπρεπε να μείνει άθικτο, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημαντήριον, -ου, τό [σημαίνω] zegel.

Russian (Dvoretsky)

σημαντήριον: τό печать Aesch.

Middle Liddell

σημαντήριον, ου, τό,
a mark or seal upon anything to be kept, Aesch.

English (Woodhouse)

impression of a seal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)