συνελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] att. -ττω, zusammenwickeln, verbinden, Arist. H. A. 2, 11 u. Folgde. S. συνειλ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] att. -ττω, zusammenwickeln, verbinden, Arist. H. A. 2, 11 u. Folgde. S. συνειλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; <i>Moy.</i> συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;<br /><b>2</b> dérouler.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνελίσσω''': Ἰων. συνειλ- (ὡς καὶ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1164), Ἀττ. -ττω· -[[περιτυλίσσω]] [[ὁμοῦ]], [[τυλίσσω]], εἴριον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785. ― Παθ., σὺν δ’ ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 746· ἐπί τινων ἐντόμων, ἅτινα συνελίσσουσιν ἑαυτὰ εἰς [[σχῆμα]] σφαίρας [[ὅταν]] τὰ ἐγγίσῃ τις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4, 6, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 2. 3) ἀμεταβ., συσπειρῶμαι, ἐπὶ ὄφεως, σπείραις σ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''συνελίσσω''': Ἰων. συνειλ- (ὡς καὶ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1164), Ἀττ. -ττω· -[[περιτυλίσσω]] [[ὁμοῦ]], [[τυλίσσω]], εἴριον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785. ― Παθ., σὺν δ’ ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 746· ἐπί τινων ἐντόμων, ἅτινα συνελίσσουσιν ἑαυτὰ εἰς [[σχῆμα]] σφαίρας [[ὅταν]] τὰ ἐγγίσῃ τις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4, 6, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 2. 3) ἀμεταβ., συσπειρῶμαι, ἐπὶ ὄφεως, σπείραις σ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; <i>Moy.</i> συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;<br /><b>2</b> dérouler.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 09:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελίσσω Medium diacritics: συνελίσσω Low diacritics: συνελίσσω Capitals: ΣΥΝΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: synelíssō Transliteration B: synelissō Transliteration C: synelisso Beta Code: suneli/ssw

English (LSJ)

Ion. συνειλ- (as also in E.Ion 1164 codd.), Att. συνελίττω, aor. imper. A συνειλιξάτω IG22.204.31:—roll together, roll up, εἴριον Hp.Art.9, cf. Thphr.HP4.7.5:—Pass., σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι S.El.746; of certain insects, roll themselves up into a ball, Arist.PA 682b22; of the chamaeleon's tail, Id.HA503a20. 2 roll up with, συνήλιξα τὴν ἐπιστολὴν Ἀπολλωτᾶτος τῇ Ἑρμοφίλου PGiss.25.7 (ii A.D.); συνήλλιξα τῇ ἐπιστολῇ δεῖγμα POxy.113.5 (ii A.D.). 3 intr., coil itself up, of a serpent, σπείραις σ. dub. l. in E. l.c.

German (Pape)

[Seite 1014] att. -ττω, zusammenwickeln, verbinden, Arist. H. A. 2, 11 u. Folgde. S. συνειλ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; Moy. συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;
2 dérouler.
Étymologie: σύν, ἑλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

συνελίσσω: Ἰων. συνειλ- (ὡς καὶ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1164), Ἀττ. -ττω· -περιτυλίσσω ὁμοῦ, τυλίσσω, εἴριον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785. ― Παθ., σὺν δ’ ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 746· ἐπί τινων ἐντόμων, ἅτινα συνελίσσουσιν ἑαυτὰ εἰς σχῆμα σφαίρας ὅταν τὰ ἐγγίσῃ τις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4, 6, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 2. 3) ἀμεταβ., συσπειρῶμαι, ἐπὶ ὄφεως, σπείραις σ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Spanish

envolver juntamente con

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α
τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.)
αρχ.
φρ. «σπείραις συνελίσσω» — κουλουριάζομαι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»].

Greek Monotonic

συνελίσσω: Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
1. τυλίγω μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.
2. αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για φίδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνελίσσω: атт. συνελίττω, ион. συνειλίσσω
1) свивать, скручивать: συνελίσσεσθαί τινι Soph. запутаться в чем-л.; ἡ κέρκος συνελιττομένη Arst. завитой хвост;
2) свиваться, извиваться (σπείραις Eur.).

Middle Liddell

ionic συν-ειλ attic -ττω fut. ξω
1. to roll together:—Pass. to involve oneself in a thing, c. dat., Soph.
2. intr. to coil itself up, of a serpent, Eur.