ἀναλλοίωτος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invariable, immuable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀλλοιόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλλοίωτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι [[ἄλλο]] ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16.
|lstext='''ἀναλλοίωτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι [[ἄλλο]] ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invariable, immuable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀλλοιόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:38, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλλοίωτος Medium diacritics: ἀναλλοίωτος Low diacritics: αναλλοίωτος Capitals: ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΣ
Transliteration A: analloíōtos Transliteration B: analloiōtos Transliteration C: analloiotos Beta Code: a)nalloi/wtos

English (LSJ)

ον, unchangeable, Arist.Metaph.1073a11, Cael.270a14; ἀ. τὴν φωνήν D.L.4.17; κάλλος Ph.1.649; of undigested food, Gal.6.575; ἀ. ὕλη Stoic.2.114; not permitting change, Thphr.CP6.10.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no transformado, no digerido de alimentos, Gal.6.575.
2 inalterable, inmutable τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.Metaph.1073a11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.Cael.270a14, ὕλη Chrysipp.Stoic.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.Inst.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ PMonac.13.11 (VI a.C.).
3 que mantiene inalterable τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva Thphr.CP 6.10.3.
II adv. -ως sin cambio Cyr.Al.Nest.1.3 p.22.

German (Pape)

[Seite 196] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
invariable, immuable.
Étymologie: , ἀλλοιόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλλοίωτος: -ον, ἀμετάβλητος, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι ἄλλο ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναλλοίωτος, -ον) ἀλλοιῶ
αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, αμετάβλητος, και επεκτατικά σταθερός, ακλόνητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλλοίωτος: не подверженный изменениям, неизменяющийся (οὐσία Arst.; φύσις Plut.).