σύμμιγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ [[φύραμα]] Plut. fac. orb. lun. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ [[φύραμα]] Plut. fac. orb. lun. 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμμιγμα''': τό, [[μῖγμα]], τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.
|lstext='''σύμμιγμα''': τό, [[μῖγμα]], τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμιγμα Medium diacritics: σύμμιγμα Low diacritics: σύμμιγμα Capitals: ΣΥΜΜΙΓΜΑ
Transliteration A: sýmmigma Transliteration B: symmigma Transliteration C: symmigma Beta Code: su/mmigma

English (LSJ)

ατος, τό, commixture, Plu.2.922a, 955a.

German (Pape)

[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mélange.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν
το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. -μα].

Russian (Dvoretsky)

σύμμιγμα: ατος τό смесь (ἀέρος καὶ πυρός Plut.).