ταραξικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1070.png Seite 1070]] das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1070.png Seite 1070]] das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trouble le cœur, qui tourmente.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]], [[καρδία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρᾰξικάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο [[τοὖπος]] δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.
|lstext='''τᾰρᾰξικάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο [[τοὖπος]] δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trouble le cœur, qui tourmente.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]], [[καρδία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰραξῐκάρδῐος Medium diacritics: ταραξικάρδιος Low diacritics: ταραξικάρδιος Capitals: ΤΑΡΑΞΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: taraxikárdios Transliteration B: taraxikardios Transliteration C: taraksikardios Beta Code: taracika/rdios

English (LSJ)

ον, heart-troubling, Ar.Ach.315 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1070] das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trouble le cœur, qui tourmente.
Étymologie: ταράσσω, καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρᾰξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο τοὖπος δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σπαραξι-κάρδιος].

Greek Monotonic

τᾰραξῐκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που ταράζει την καρδιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰραξῐκάρδιος: ταράσσω повергающий в душевное смятение, хватающий за сердце (τὸ ἔπος Arph.).

Middle Liddell

τᾰραξῐ-κάρδιος, ον, καρδία
heart-troubling, Ar.