τηξιμελής: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, [[νοῦσος]] Philp. 25 (VII, 234). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, [[νοῦσος]] Philp. 25 (VII, 234). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui consume <i>ou</i> épuise les membres.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]], [[μέλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηξῐμελής''': -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ [[μέλη]], τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234. | |lstext='''τηξῐμελής''': -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ [[μέλη]], τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, wasting the limbs, νοῦσος AP7.234 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1108] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, νοῦσος Philp. 25 (VII, 234).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui consume ou épuise les membres.
Étymologie: τήκω, μέλος.
Greek (Liddell-Scott)
τηξῐμελής: -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ μέλη, τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + -μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι-μελής].
Greek Monotonic
τηξῐμελής: -ές, αυτός που φθείρει τα μέλη, νοῦσος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τηξῐμελής: истощающий члены, изнурительный (νοῦσος Anth.).