τραπεζοειδής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, [[τραπέζιον]]; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, [[τραπέζιον]]; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de table.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.
|lstext='''τρᾰπεζοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de table.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοειδής Medium diacritics: τραπεζοειδής Low diacritics: τραπεζοειδής Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trapezoeidḗs Transliteration B: trapezoeidēs Transliteration C: trapezoeidis Beta Code: trapezoeidh/s

English (LSJ)

ές, trapezium-shaped, λόφος Str.14.6.3, cf. Placit. 3.10.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, τραπέζιον; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de table.
Étymologie: τράπεζα, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή
(παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό
2. φρ. «τραπεζοειδής μυς»
ανατ. μεγάλος και πλατύς μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

τραπεζοειδής: имеющий вид стола или плиты (ἡ γῆ - по Анаксимену Plut.).