τριπόδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tripo/dhs
|Beta Code=tripo/dhs
|Definition=ου, ὁ, ἡ, [[three feet long]], ὄλμον τριπόδην <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>423</span>; βαθύτερον τριπόδου <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>19.3</span>.
|Definition=ου, ὁ, ἡ, [[three feet long]], ὄλμον τριπόδην <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>423</span>; βαθύτερον τριπόδου <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>19.3</span>.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐπόδης''': -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.
|lstext='''τρῐπόδης''': -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόδης Medium diacritics: τριπόδης Low diacritics: τριπόδης Capitals: ΤΡΙΠΟΔΗΣ
Transliteration A: tripódēs Transliteration B: tripodēs Transliteration C: tripodis Beta Code: tripo/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, ἡ, three feet long, ὄλμον τριπόδην Hes.Op.423; βαθύτερον τριπόδου X.Oec.19.3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόδης: -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος
αρχ.
αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. τετρα-πόδης].

Greek Monotonic

τρῐπόδης: -ου, ὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος τριων ποδιών, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόδης: ου adj. m размером в три фута Hes. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπόδης -ου [τρίπους] van drie voet, drie voet lang.

Middle Liddell

τρῐ-πόδης, ου, ὁ, πούς
three feet long, Hes.