τετράκυκλος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] mit vier Rädern, vierräderig, [[ἀπήνη]], ἅμαξα, Il. 24, 324, Her. 1, 188. 2, 63 u. Sp., wie D. Sic.; Ath. V, 199 a; – ὁμωνυμίη, Luc. Alex. 11. – [Od. 9, 242 ist α lang gebraucht.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] mit vier Rädern, vierräderig, [[ἀπήνη]], ἅμαξα, Il. 24, 324, Her. 1, 188. 2, 63 u. Sp., wie D. Sic.; Ath. V, 199 a; – ὁμωνυμίη, Luc. Alex. 11. – [Od. 9, 242 ist α lang gebraucht.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à quatre cercles <i>ou</i> roues.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κύκλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράκυκλος''': -ον, [[τετράτροχος]], ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ [[πανταχοῦ]] πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] τεσσαράκυκλοι]. | |lstext='''τετράκυκλος''': -ον, [[τετράτροχος]], ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ [[πανταχοῦ]] πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] τεσσαράκυκλοι]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:10, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, four-wheeled, ἕλκον τ. ἀπήνην Il.24.324; ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Od.9.242, cf. Hdt.1.188, 2.63, Hp.Aër.18: as substantive, four-wheeled wagon, τροχοὶ τετρακύκλου IG12.313.116. [ᾱ only in Od. l.c., where Bentley conjectured τεσσαράκυκλοι.]
German (Pape)
[Seite 1098] mit vier Rädern, vierräderig, ἀπήνη, ἅμαξα, Il. 24, 324, Her. 1, 188. 2, 63 u. Sp., wie D. Sic.; Ath. V, 199 a; – ὁμωνυμίη, Luc. Alex. 11. – [Od. 9, 242 ist α lang gebraucht.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre cercles ou roues.
Étymologie: τέσσαρες, κύκλος.
Greek (Liddell-Scott)
τετράκυκλος: -ον, τετράτροχος, ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ πανταχοῦ πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἔνθα ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι τεσσαράκυκλοι].
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράκυκλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκυκλος
τετράτροχη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κύκλος (πρβλ. πολύκυκλος].
Greek Monotonic
τετράκυκλος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις τροχούς, σε Όμηρ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τετράκυκλος: (ᾰ и ᾱ) четырехколесный (ἅμαξαι Hom., Her.).