τυπώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tupw/dhs
|Beta Code=tupw/dhs
|Definition=ες, ([[τύπος]] VIII. <span class="bibl">2</span>) [[like an outline]], <b class="b3">ὡς εἰς τ. μάθησιν</b> so far as belongs to [[general]] or [[superficial]] knowledge, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>397b12</span>. Adv. -ωδῶς [[summarily]], <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>4.13.2</span>, <span class="bibl">Str.2.1.24</span>, <span class="bibl">4.1.1</span>, <span class="bibl">2</span>: Comp. -ωδέστερον <span class="bibl">Ph.2.419</span>.
|Definition=ες, ([[τύπος]] VIII. <span class="bibl">2</span>) [[like an outline]], <b class="b3">ὡς εἰς τ. μάθησιν</b> so far as belongs to [[general]] or [[superficial]] knowledge, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>397b12</span>. Adv. -ωδῶς [[summarily]], <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>4.13.2</span>, <span class="bibl">Str.2.1.24</span>, <span class="bibl">4.1.1</span>, <span class="bibl">2</span>: Comp. -ωδέστερον <span class="bibl">Ph.2.419</span>.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῠπώδης''': -ες, ([[τύπος]] ΙΙ. 6, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.
|lstext='''τῠπώδης''': -ες, ([[τύπος]] ΙΙ. 6, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπώδης Medium diacritics: τυπώδης Low diacritics: τυπώδης Capitals: ΤΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: typṓdēs Transliteration B: typōdēs Transliteration C: typodis Beta Code: tupw/dhs

English (LSJ)

ες, (τύπος VIII. 2) like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu.397b12. Adv. -ωδῶς summarily, Cic.Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. -ωδέστερον Ph.2.419.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.
Étymologie: τύπος, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπώδης: -ες, (τύπος ΙΙ. 6, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύπος
όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός.
επίρρ...
τυπωδῶς Α
1. περιληπτικά, συνοπτικά
2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).

Greek Monotonic

τῠπώδης: -ες (τύπος II. 5, εἶδος), όμοιος με περίληψη· επίρρ. τυπωδῶς, περιληπτικά, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

τῠπώδης: данный в общих чертах, общий: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.

Middle Liddell

τῠπώδης, ες τύπος II. 5, εἶδος
like an outline:—adv. -δῶς, summarily, Strab.