τύρευμα: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />fromage.<br />'''Étymologie:''' [[τυρεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύρευμα''': [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, [[τυρός]], ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα [[αὐτόθι]] 190. ΙΙ. μεταφορ., [[πανουργία]], [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], Α. Β. 60, 28. | |lstext='''τύρευμα''': [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, [[τυρός]], ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα [[αὐτόθι]] 190. ΙΙ. μεταφορ., [[πανουργία]], [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], Α. Β. 60, 28. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is curdled, cheese, in plural, E.El.496, Cyc.162,190. II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.
German (Pape)
[Seite 1164] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fromage.
Étymologie: τυρεύω.
Greek (Liddell-Scott)
τύρευμα: [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, τυρός, ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα αὐτόθι 190. ΙΙ. μεταφορ., πανουργία, μηχανορραφία, δολοπλοκία, Α. Β. 60, 28.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α τυρεύω
1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.)
2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία.
Greek Monotonic
τύρευμα: [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, τυρί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas.
Russian (Dvoretsky)
τύρευμα: ατος (ῠ) τό сыр Eur.