Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινικήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ion. statt [[φοινίκειος]], [[φοινίκεος]] 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; [[οἶνος]], Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη [[νοῦσος]], = [[ἐλεφαντίασις]], Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ion. statt [[φοινίκειος]], [[φοινίκεος]] 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; [[οἶνος]], Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη [[νοῦσος]], = [[ἐλεφαντίασις]], Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[φοινίκειος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῑκήϊος''': -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ [[φοινίκειος]], = [[φοινίκινος]] Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, [[ἔνδυμα]] ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. [[οἶνος]], [[οἶνος]] ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), [[αὐτόθι]] 2. 86, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη [[νοῦσος]] = [[ἐλεφαντίασις]], Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, [[Φοινικικός]], Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἰων. [[ἀλφάβητος]], ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.
|lstext='''φοινῑκήϊος''': -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ [[φοινίκειος]], = [[φοινίκινος]] Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, [[ἔνδυμα]] ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. [[οἶνος]], [[οἶνος]] ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), [[αὐτόθι]] 2. 86, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη [[νοῦσος]] = [[ἐλεφαντίασις]], Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, [[Φοινικικός]], Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἰων. [[ἀλφάβητος]], ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[φοινίκειος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκήϊος Medium diacritics: φοινικήϊος Low diacritics: φοινικήϊος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΗΪΟΣ
Transliteration A: phoinikḗïos Transliteration B: phoinikēios Transliteration C: foinikiios Beta Code: foinikh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ion. for φοινίκειος, A = φοινίκινος 1, of the datepalm, ἐσθὴς φ. clothing of palm leaves, Hdt.4.43; οἶνος φ. palm-wine, Id.2.86; βίκους φοινικηΐους (-ηΐου Valla) . . οἴνου πλέους 1.194; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hp. ap. Gal.19.153. II Phoenician, Hdt.3.37, 8.90, 97; γράμματα Φοινικήϊα, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; Φ. alone, SIG38.37 (Teos, v B. C.).

German (Pape)

[Seite 1295] ion. statt φοινίκειος, φοινίκεος 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; οἶνος, Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion. c. φοινίκειος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ φοινίκειος, = φοινίκινος Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, ἔνδυμα ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. οἶνος, οἶνος ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), αὐτόθι 2. 86, κλπ.· οὕτως ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη νοῦσος = ἐλεφαντίασις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, Φοινικικός, Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ ἀρχαῖος Ἰων. ἀλφάβητος, ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

(I)
-ΐη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II).
(II)
-ΐη, -ον, Α
(ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι).

Greek Monotonic

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί φοινίκειος·
I. αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, ἐσθὴς φοινικηΐη, ένδυμα από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· φοινικήϊος οἶνος, κρασί από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.
II. φοινικικός, σε Ηρόδ.· Φοινικήϊα γράμματα, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό αλφάβητο, σε ίδ.