φιλύρινος: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de tilleul;<br /><b>2</b> léger <i>ou</i> mince comme l'écorce du tilleul.<br />'''Étymologie:''' [[φιλύρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλύρῐνος''': [ῠ], -η, -ον, ὁ ἐκ φιλύρας, «ἀπὸ φλαμοῦρι», σανὶς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813· [[κοῦφος]], ἐλαφρὸς ὡς [[ξύλον]] ἐκ φιλύρας, ἐπὶ τοῦ Κινησίου, «ὡς εὐτελῆ καὶ κοῦφα ποιοῦντα, τοιοῦτον γὰρ τὸ [[ξύλον]], κοῦφον καὶ ἐλαφρόν» Σχόλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377, Εὐφρόνιος παρὰ τῷ Σχολ.· ἀλλ’ ὁ Ἀθήναιος λέγει 551D «διὰ τὸ φιλύρας τοῦ ξύλου λαμβάνοντα σανίδα συμπεριζώννυσθαι, ἵνα μὴ κάμπτηται διά τε τὸ [[μῆκος]] καὶ τὴν ἰσχνότητα». | |lstext='''φῐλύρῐνος''': [ῠ], -η, -ον, ὁ ἐκ φιλύρας, «ἀπὸ φλαμοῦρι», σανὶς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813· [[κοῦφος]], ἐλαφρὸς ὡς [[ξύλον]] ἐκ φιλύρας, ἐπὶ τοῦ Κινησίου, «ὡς εὐτελῆ καὶ κοῦφα ποιοῦντα, τοιοῦτον γὰρ τὸ [[ξύλον]], κοῦφον καὶ ἐλαφρόν» Σχόλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377, Εὐφρόνιος παρὰ τῷ Σχολ.· ἀλλ’ ὁ Ἀθήναιος λέγει 551D «διὰ τὸ φιλύρας τοῦ ξύλου λαμβάνοντα σανίδα συμπεριζώννυσθαι, ἵνα μὴ κάμπτηται διά τε τὸ [[μῆκος]] καὶ τὴν ἰσχνότητα». | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, of lime wood, σανίς Hp.Art.47, cf. Ostr.Bodl.iii 267 (i A. D.), D.C.67.15, Heliod. (Leonid.Sch.) ap.Orib.44.20.74; light as lime wood, of Cinesias, Ar.Av.1377, cf. Sch.adloc.; but Ath.12.551d thinks it means that he wore stays of lime wood.
German (Pape)
[Seite 1289] von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de tilleul;
2 léger ou mince comme l'écorce du tilleul.
Étymologie: φιλύρα.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, ὁ ἐκ φιλύρας, «ἀπὸ φλαμοῦρι», σανὶς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813· κοῦφος, ἐλαφρὸς ὡς ξύλον ἐκ φιλύρας, ἐπὶ τοῦ Κινησίου, «ὡς εὐτελῆ καὶ κοῦφα ποιοῦντα, τοιοῦτον γὰρ τὸ ξύλον, κοῦφον καὶ ἐλαφρόν» Σχόλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377, Εὐφρόνιος παρὰ τῷ Σχολ.· ἀλλ’ ὁ Ἀθήναιος λέγει 551D «διὰ τὸ φιλύρας τοῦ ξύλου λαμβάνοντα σανίδα συμπεριζώννυσθαι, ἵνα μὴ κάμπτηται διά τε τὸ μῆκος καὶ τὴν ἰσχνότητα».
Spanish
de madera de tilo, madera de tilo
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.)
2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο της φιλύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη φλαμουριά ή τη φιλύρα, ελαφρύς όπως το ξύλο της φιλύρας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φῐλύρῐνος: (ῠ) досл. липовый, ирон. легкий или тонкий как липовое лыко Arph.
Middle Liddell
φῐλῠ́ρῐνος, η, ον
of the lime or linden tree, light as linden wood, Ar.